υπέρκοσμος
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
-ον, Μ
υπερκόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κόσμος, (πρβλ. περί-κοσμος, σύγ-κοσμος)].
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
-ον, Μ
υπερκόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κόσμος, (πρβλ. περί-κοσμος, σύγ-κοσμος)].