φιαλίδιο

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

το / φιαλίδιον, ΝΜΑ
υποκορ. μικρή φιάλη
νεοελλ.
(μυκητ.) εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει συνήθως το σχήμα φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και μέσα ή πάνω στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία είναι γνωστά ως φιαλιδοσπόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιαλίς, -ίδος. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. phialide].