συνερπύζω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A creep or go together, Opp.H.1.328: also συνέρπω, Arr. Epict.2.24.18, AP4.4.5 (Agath.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνερπύζω: ἕρπω ὁμοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 328· ― ὡσαύτως, συνέρπω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24, 18, Ἀνθ. Π. 4. 4, 5.

Greek Monolingual

Α
προχωρώ σερνόμενος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑρπύζω «σέρνομαι»].

Greek Monolingual

Α
προχωρώ σερνόμενος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑρπύζω «σέρνομαι»].