υποκρούω

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ὑποκρούω ΝΑ κρούω
κρούω ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου για συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας
αρχ.
1. χτυπώ ελαφρά
2. μτφ. α) (με αιτ.) διακόπτωὑποκρούω τοὺς ῥήτορας
τὸ μεταξύ λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», Ησύχ.)
β) (ειδικά) διακόπτω κάποιον που μιλά και παίρνω τον λόγο
γ) συνουσιάζομαι
3. μέσ. ὑποκρούομαι
επιτίθεμαι.