Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Full diacritics: τυμπᾰνεύς | Medium diacritics: τυμπανεύς | Low diacritics: τυμπανεύς | Capitals: ΤΥΜΠΑΝΕΥΣ |
Transliteration A: tympaneús | Transliteration B: tympaneus | Transliteration C: tympaneys | Beta Code: tumpaneu/s |
έως, ὁ,
A hollow drum, barrel, Hero *Mens.13.
-έως, ὁ, Α
το κοίλο τμήμα τυμπάνου ή βαρελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].