ταχυτής
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83),
A quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.
German (Pape)
[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.
English (Autenrieth)
ῆτος: swiftness, speed, Il. 23.740 and Od. 17.315.
Greek Monolingual
-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)
2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή.