ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
-έω, ΜΑείμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιρο-τηρώ)].