τρίγλωσσος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τρεις γλωσσοειδείς προεξοχές
2. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες
3. ο γραμμένος σε τρεις γλώσσες («τρίγλωσσο λεξικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πεντά-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Γ. Βεντότη].