τριανταφυλλένιος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα
2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].