τραχήλωμα

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

το, ΝΜ
1. ναυτ. α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τραχηλώνω
β) συνεκδ. το σύνολο τών σχοινιών που προσδένονται γύρω από τον τράχηλο ιστού ή επιστηλίου
μσν.
προεξοχή που μοιάζει με τράχηλο, γείσο («ἀπάνω εἰς τὸ τραχήλωμαν ἐκούμπησαν τοῦ πύργου», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. < τραχηλώνω και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].