υαλώδης

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-ες / ὑαλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και ὑελώδης, -ῶδες, Α ὕαλος / ὕελος
υαλοειδής
νεοελλ.
1. (βοτ.-μυκητ.) (σχετικά με δομή ή υφή) άχρωμος και διαφανής
2. φυσ.-χημ. άμορφος.