υγροσκόπιο

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται χονδρικά η υγρασία του αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygroscope (< υγρός + -σκόπιο). Η λ., στον λόγιο τ. ὑγροσκόπιον, μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].