υαλουργία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
η / ὑαλουργία, ΝΜ, και υελουργία Ν ὑαλουργός
η τέχνη και το έργο της παρασκευής γυαλιού ή της κατασκευής γυάλινων ειδών, η υαλοποιία
νεοελλ.
1. εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής γυαλιού ή γυάλινων αντικειμένων, υαλουργείο
2. αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος.