οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
ΜΑ ἀκμάζω
μσν.
1. έχω υπερβεί την ακμή της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.)
αρχ.
υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη.