φιλοδειπνιστής
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who likes giving dinners, D.L.3.98.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, der gern schmaus't, Andere gern bewirthet, D. L. 3, 98.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδειπνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, νὰ φιλεύῃ, Διογ. Λ. 3. 98.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να παραθέτει δείπνο σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δειπνιστής (< δειπνίζω «παραθέτω δείπνο»)].