φιλητήσιος
English (LSJ)
α, ον,
A productive of love or friendship, φυλακτήριον φ. Cyran.40 codd. (fort. φιλοτήσιον).
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
βλ. φιλοτήσιος.
α, ον,
A productive of love or friendship, φυλακτήριον φ. Cyran.40 codd. (fort. φιλοτήσιον).
-ία, -ον, Α
βλ. φιλοτήσιος.