-ή, -ό, Ν [[[φουντώνω]] (Ι)]1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά»)2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο»)3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια»).