χαρέμι
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Greek Monolingual
το, Ν
(στους μωαμεθανούς)
1. το σύνολο τών συζύγων ενός άνδρα
2. διαμέρισμα οικίας προορισμένο για τις γυναίκες αυτές, γυναικωνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harem < αραβ. harīm «καθετί ιερό και απαγορευμένο, χαρέμι» και αραβ. haram «ιερός και απαραβίαστος χώρος, χαρέμι» με συμφυρμό.