χλωροπλάστης

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. ημιαυτόνομο κυτταρικό οργανίδιο τών πράσινων φυτών και όλων τών ευκαρυωτικών οργανισμών, το οποίο περιέχει τα μόρια της χλωροφύλλης και στο οποίο συντελείται η φωτοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroplast < χλωρ(ο)- + πλάστης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χλωροπλάσται, μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη].