τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ο, θηλ. χολιάρα και -ού, Ναυτός που οργίζεται συχνά ή αυτός που πικραίνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ερωτ-ιάρης)].