χλωρόπτιλος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ον,

   A with green feathers, πελειάδες Ael.NA16.2.

German (Pape)

[Seite 1360] mit grünlichen od. gelben Federn, Ael. H. A. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au plumage verdâtre ou jaune.
Étymologie: χλωρός, πτίλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πρασινωπά φτερά («πελειάδες χλωρόπτιλοι», Αιλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -πηλος (< πτίλον), πρβλ. -πτιλος, τετρά-πτιλος].