αλυχτομανιό

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

το
το αλυχτομανητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτομανώ + κατάλ. -ιό (πρβλ. γυναικομανιό) που δηλώνει πλησμονή, πληθώρα].