αρτιεπής

From LSJ
Revision as of 11:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Greek Monolingual

ἀρτιεπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο
2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως
3. ο σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)].