ἀθυρόστομος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ον,
A = ἀθυρόγλωττος, ἀ. Ἀχώ ever-babbling Echo, S.Ph.188 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόστομος: -ον, = ἀθυρόγλωττος, ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. ἄθυρος, ΙΙ. Α. Β. 352.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde sans retenue, indiscret.
Étymologie: ἄθυρος, στόμα.
Spanish (DGE)
(ἀθῠρόστομος) -ον
que no cierra la boca, que no calladel eco, S.Ph.188, de pers. τῆς ἀρετῆς οὐδέποτε νικωμένης τοῖς τῶν ἀθυροστόμων ψόγοις Pall.V.Chrys.19.186.
Greek Monotonic
ἀθῠρόστομος: -ον (θύρα, στόμα) = ἀθυρόγλωττος, αυτός που πολυλογεί, που φλυαρεί αδιάκοπα, σε Σοφ.