αἰχμαλωτεύω
English (LSJ)
= sq., LXX Ge.34.29, al., Ep.Eph.4.8;
A capture, πλοῦτον Ps.-Callisth.3.20.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωτεύω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ., Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. δ΄, 8.
French (Bailly abrégé)
c. αἰχμαλωτίζω.
Spanish (DGE)
1 coger prisionero, hacer cautivo τὰς γυναῖκας LXX Ge.34.29, αἰχμαλωσίαν LXX Ps.67.19 (= Ep.Eph.4.8), τὸν διάβολον Phys.B 151.7
•fig. atrapar por medio de la seducción, Pall.H.Laus.69.3
•pas. αἱ γυναῖκες Δαυὶδ ᾐχμαλωτεύθησαν LXX Re.30.5, cf. Mi.1.16.
2 rescatar Iust.Phil.Dial.39.4.
English (Abbott-Smith)
† αἰχμαλωτεύω (< αἰχμάλωτος), [in LXX chiefly for שׁבה ;] = αἰχμαλωτίζω, q.v.,
to lead captive: Eph 4:8 (LXX). †
English (Strong)
from αἰχμάλωτος; to capture (like αἰχμαλωτίζω): lead captive.
English (Thayer)
1st aorist ἠχμαλώτευσα; a later word (cf. Lob. ad Phryn., p. 442; (Winer s Grammar, 92 (88).)); to make captive, take captive: Rec.; frequent in the Sept. and O. T. Apocrypha; to lead captive: Ezekiel 12:3; (1Esdr. 6:15)).
Greek Monolingual
αἰχμαλωτεύω (Α)
αιχμαλωτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος.
ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλώτευμα.
Greek Monotonic
αἰχμᾰλωτεύω: συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Καινή Διαθήκη