ἀνάπλεως
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A v. ἀνάπλεος.
German (Pape)
[Seite 202] ων, fem. ἀναπλέα Plat. Phaed. 83 d, die att. u. gew. Form für ἀνάπλεος, voll, angefüllt, τινός, Her. 4, 31; bes. von Schlechtem: verunreinigt, angesteckt, ὀφθαλμοὺς ἔχειν ἀνάπλεως σκότους Plat. Rep. VII, 516 e; vgl. Theaet. 196 e; τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεως Luc. Somn. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλεως: ἴδε ἐν λ. ἀνάπλεος.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
1 plein de, gén.;
2 en mauv. part infecté, souillé par, gén..
Étymologie: ἀνά, πλέως.
Greek Monolingual
ἀνάπλεως, -έα, -εων (Α)
βλ. ανάπλεος.
Greek Monotonic
ἀνάπλεως: βλ. ἀνάπλεος.