ἀντιδιατίθεμαι

Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

être dans des dispositions contraires, d’où
1 résister;
2 être opposant.
Étymologie: ἀντιδιατίθημι.

English (Strong)

from ἀντί and διατίθεμαι; to set oneself opposite, i.e. be disputatious: that oppose themselves.

Greek Monotonic

ἀντιδιατίθεμαι: Μέσ., προσφέρω αντίσταση, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη