ᾄττω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
Att. for ᾄσσω, ἀΐσσω.
German (Pape)
[Seite 390] statt ᾄσσω, ἀΐσσω, Sp. auch ἄττω, ohne Iota subscr.
French (Bailly abrégé)
souv. écrit ἄττω;
att. c. ᾄσσω, p. ἀΐσσω.
Spanish (DGE)
ἄττω v. ᾄσσω.
Greek Monolingual
ᾄττω και ᾄσσω και ἄττω (Α)
αΐσσω.
Greek Monotonic
ᾄττω: Αττ. αντί ᾄσσω, ἀΐσσω.