ἀπορούω

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορούω Medium diacritics: ἀπορούω Low diacritics: απορούω Capitals: ΑΠΟΡΟΥΩ
Transliteration A: aporoúō Transliteration B: aporouō Transliteration C: aporoyo Beta Code: a)porou/w

English (LSJ)

   A dart away, Ἰσἀῖος δ' ἀπόρουσε Il.5.20, etc.; esp. start back, Od.22.95; ἀλλήλων Orph.A. 705. 2. spring up from, πρέμνων Pi.Fr.88.

German (Pape)

[Seite 322] abspringen, Hom. öfter, nur im aor. ἀπόρουσα; ἀπόρουσε λιπὼν δίφρον, sprang herab, Iliad. 5, 20; ἀπὸ πάντες ὄρουσαν 12, 83; zurückspringen, wegspringen, Od. 22, 95; πάλιν δ' ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσεν, prallte ab, Iliad. 21, 593; hervorkommen, κίονες Pind. frg. 58; – sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορούω: ἀπολείπω τι καὶ φεύγω δρομαίως, Ἰδαῖος δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· ἀλλήλων Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;
s’élancer loin de, s’élancer en arrière.
Étymologie: ἀπό, ὀρούω.

English (Autenrieth)

aor. ἀπόρουσε: spring away (from), ‘downfrom, Il. 5.20.

English (Slater)

ἀπορούω
   1 rise up δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 6.

Spanish (DGE)

1 dar un salto hacia atrás, apartarse Ἰδαῖος δ' ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα δίφρον Il.5.20, ἀπόρουσαν ἐνὶ δρυσὶ χαλκὸν ἀφέντες Call.Cer.60, cf. Od.22.95, A.R.2.572
c. gen. αἱ δ' (πέτραι) ἀλλήλων ἀπόρουσαν Orph.A.705, ἀταρτηροῖο κυδοιμοῦ Q.S.7.503, ἀπ' ἄστεως Q.S.13.17
batirse en retirada θοῶς ἀπόρουσε κύων ὥς Q.S.10.242
c. ac. de dir. retirarse ἐς Ὠκεανοῖο ῥέεθρα Q.S.3.656.
2 alzarse desde c. gen. ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων Pi.Fr.33d.6
abs. ponerse en pie ὣς εἰπὼν ἀπόρουσε Q.S.9.525.

Greek Monolingual

ἀπορούω (Α) ορούω
1. ορμώ προς τα εμπρός
2. πηδώ προς τα πίσω
3. αναπηδώ, τινάζομαι πάνω.

Greek Monotonic

ἀπορούω: Επικ. αόρ. αʹ -όρουσα, φεύγω βιαστικά εγκαταλείποντας κάτι πίσω, σε Όμηρ.