ἀστονάχητος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = sq., IG14.2111.
German (Pape)
[Seite 376] = folgdm, Ep. ad. 696 (App. 337).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστονάχητος: -ον, = τῷ ἑπ. , Ἀνθ. Π. παράρτ. 337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne gémit pas.
Étymologie: ἀ, στοναχέω.
Spanish (DGE)
-ον que no gime, γραῦς IUrb.Rom.1356.3 (I/II d.C.).
Greek Monotonic
ἀστονάχητος: -ον (στοναχέω), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, παρηγορητικός, σε Ανθ.