ἐξιθύνω

From LSJ
Revision as of 18:39, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑθύνω Medium diacritics: ἐξιθύνω Low diacritics: εξιθύνω Capitals: ΕΞΙΘΥΝΩ
Transliteration A: exithýnō Transliteration B: exithynō Transliteration C: eksithyno Beta Code: e)ciqu/nw

English (LSJ)

   A make straight, στάθμη δόρυ νήϊον Il.15.410; εἰ ἱκανῶς ἐξίθυνται Hp.Fract.3, cf. Art.42.    2 direct aright, πηδάλιον A.R.1.562.

German (Pape)

[Seite 882] ganz gerade machen, στάθμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑθύνω: ποιῶ τι ἴσον, στάθμῃ δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· εἰ ἱκανῶς, ἐξίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 752, πρβλ. π. Ἄρθρ. 808. 2) διευθύνω, τεχνηέντως πηδάλι’ ἀμφιέπεσκ’, ὄφρ’ ἔμπεδον ἐξιθύνοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 562.

French (Bailly abrégé)

redresser, rendre tout à fait droit.
Étymologie: ἐξ, ἰθύνω.

Greek Monolingual

ἐξιθύνω (Α)
1. ισιώνω
2. διευθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιθύνω (< ιθύς, παράλλ. τ. του ευθύς)].

Greek Monotonic

ἐξῑθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.