ἐκδιώκω
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
A chase away, banish, Th.1.24; ἐκ τοῦ τόπου Arist.HA618b12; τῆς οἰκίας Luc.Tim.10; attack, persecute, PMasp.2 iii4 (vi A.D.), etc.:—Pass., Hyp.Fr.238.
German (Pape)
[Seite 757] herausjagen, vertreiben; Thuc. 1, 24; Dem. 32, 6; bes. ins Exil, Poll. 8, 70; τινὰ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 10; ἐκδιωκτέον, τὰ μυσαρά, Plut. ed. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιώκω: μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), ἀποδιώκω, ἐξελαύνω, ἐξορίζω, ὁ δῆμος … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10.
French (Bailly abrégé)
chasser de, exiler.
Étymologie: ἐκ, διώκω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγδ- Erot.Fr.Pap.Nect.4.18, SEG 37.1403.13 (Babilonia II d.C.)
1 expulsar c. suj. y ac. de animados τοὺς μὲν κατάγων ..., τοὺς δ' ἐκδιώκων Timocr.1.9, ὁ δῆμος ... ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Th.1.24, πάντας τοὺς ἐχθρούς σου LXX De.6.19, ἡμᾶς 1Ep.Thess.2.15, ἐγδιώκει γὰρ αὐτοὺς ἐπεμβαίνουσα (θάλασσα) Diog.Oen.21.3.2, cf. BGU 836.5 (VI d.C.), PMasp.2.3.4 (VI d.C.), c. indic. del lugar en gen. o ἐκ y gen. τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ... ἐκ τοῦ τόπου Arist.HA 618b12, cf. Hierocl.Facet.215, αὐτοὺς τῆς οἰκίας Luc.Tim.10, cf. Iud.Voc.6, τὸν Μιραδάτην βασιλέα ἐγδιώξας τῆς Μεσήνης SEG l.c., en v. pas., sin cont., Hyp.Fr.238
•fig. alejar, rechazar c. suj. de pers. y ac. de abstr. πάντα <τὰ> αἰσχρὰ ἐξεδίωκεν X.Ages.3.1, ἀεὶ τὸ λυποῦν ἐκδίωκε τοῦ βίου Men.Mon.3.
2 perseguir en v. pas. οὕτως ὁ ἐκδιωκόμενος ὑπὸ κυρίου LXX Si.30.19, ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται LXX Ps.36.28
•fig. c. suj. abstr. σφοδραί τινες ὁρμαὶ μέχρι βαράθρων καὶ κρημνῶν ἐκδιώκουσαι Pythag.Ep.2.5, en v. pas. τὸ παρὰ τοῦ κακοῦ ἐκδιώκεσθαι el hecho de ser perseguido por el Maligno Gr.Nyss.Beat.164.10.
II cumplir, ejecutar ἵνα ἐν ὀλίγαις ἡμέραις ἐγδιώξῃ τὸ ἔργον para que en pocos días terminase el trabajo, Erot.Fr.Pap.l.c.
English (Strong)
from ἐκ and διώκω; to pursue out, i.e. expel or persecute implacably: persecute.
English (Thayer)
future ἐκδιώξω; 1st aorist ἐξεδιωξα;
1. to drive out, banish: τινα, WH Tr marginal reading διώξουσιν; some refer this to 2); (Thucydides 1,24; Lucian, Tim. 10; the Sept. to pursue equivalent to to persecute, oppress with calamities: τινα, Demosthenes, 883,27).
Greek Monolingual
(AM ἐκδιώκω)
1. διώχνω με βίαιο τρόπο
2. εξορίζω ή απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
αποπέμπω, απομακρύνω βίαια κάποιον από το αξίωμα ή τη θέση του
αρχ.
κατηγορώ.