κοινωνία

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωνία Medium diacritics: κοινωνία Low diacritics: κοινωνία Capitals: ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Transliteration A: koinōnía Transliteration B: koinōnia Transliteration C: koinonia Beta Code: koinwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A communion, association, partnership, κ. μαλθακά Pi.P.1.97; οὔτε φιλία ἰδιώταις οὔτε κ. πόλεσιν Th.3.10; ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Pl.Grg.507e; ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις Id.Lg.861e, cf. Smp.182c; ἡ περὶ . . ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. ib.188c; ἐν διαλύσει τῆς κ. Id.R.343d; ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσι, viz. co-education, ib.466c; ἀνθρωπίνη κ. human society, Id.Plt.276b; ἡ κ. ἡ πολιτική Arist.Pol.1252a7; αὕτη ἡ κ., of marriage, ib.1334b33; πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. ib.1281a1; fellowship, Act. Ap.2.42, al.; ἡ πρὸς τὸν Δία κ. Arr.Epict.2.19.27.    b joint-ownership, PLond.2.311.2 (ii A.D.), etc.    2 c. gen. objecti, λυγραὶ . . τῶν ὅπλων κ. E.HF1377; γάμων Pl.Lg.721a; γυναικῶν Id.R.461e; ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. συνδεῖ ib.462b; τῶν πόνων Id.Ti.87e; βοηθείας καὶ φιλίας D.9.28; βίου, of marriage, BGU1051.9 (Aug.); ἡ κ. τοῦ ἁγίου πνεύματος 2 Ep.Cor.13.14 (later, of Holy Communion, Just. Nov.7.11); κ. τῶν ἱερῶν Supp.Epigr.4.247 (Panamara); τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; what have herdsmen to do with the sea? E.IT254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; Ar.Th.140; λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά Alex.296; opp. ἀκοινωνησία, Dam.Pr.423.    II sexual intercourse, E.Ba.1276; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis 20.3.    III charitable contribution, alms, Ep.Rom.15.26, Ep.Hebr.13.16, Jahresh.4 Beibl.37.    2 charitable disposition, opp. πλεονεξία, Corp.Herm.13.9.    IV Pythag. name for 2, Theol.Ar.8.

German (Pape)

[Seite 1470] ἡ, Theilnahme, Gemeinschaft, Umgang; μαλθακαί Pind. P. 1, 97, λυγραὶ τῶνδ' ὅπλων κοινωνίαι Eur. Herc. F. 1377; τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; I. T. 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κοινωνία; Ar. Th. 147; πρὸς ἀλλήλους Plat. Conv. 188 c; ἡδονῆς τε καὶ λύπης Rep. V, 462 b; καὶ σύμμιξις τῶν γάμων Legg. VI, 721 a; καὶ ὁμιλίαι IX, 861 e; Folgde. Vom ehelichen Umgange, Eur. Bacch. 1277; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis bei Ath. III, 69 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνία: ἡ, (κοινωνέω) ἕνωσις, συμμετοχή, συγκοινωνία, ἐπιμιξία, ὁμιλία (συναναστροφή), κτλ., μαλθακαὶ κ. Πινδ. Π. 1. 189· οὔτε φιλία ἰδιώταις, οὔτε κ. πόλεσιν Θουκ. 3. 10· ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 861Ε, πρβλ. Συμπ. 182C· ἡ περὶ... ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. αὐτόθι 188C, πρβλ. Πολιτ. 283D· ἐν διαλύσει τῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343D· ἡ ἀνθρωπίνη κ., ὡς καὶ νῦν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 276Β· ἡ κ. ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1, 1· αὕτη ἡ κ., ἐπὶ τοῦ γάμου, αὐτόθι 7. 16, 6· πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. αὐτόθι 3. 9· 14, κτλ. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., συγκοινωνία μέ..., λυγραὶ... τῶν ὅπλων κ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1377· κοινότης, μετοχή, γάμων Πλάτ. Νόμ. 721Α· γυναικῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Ε· ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. ξυνδεῖ αὐτόθι 462Β· τῶν πόνων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87Ε· ― ἐντεῦθεν κ. τινός τινι ἢ κ. τίνος καί τινος, ὡς, τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; τίνα σχέσιν οἱ βοσκοὶ μὲ τὴν θάλασσαν; Εὐρ. Ι. Τ. 254· τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; δηλ. τίνα σχέσιν ἔχουσι τὰ καλλωπιστικὰ μέσα τῶν γυναικῶν πρὸς τὰ ὅπλα τῶν ἀνδρῶν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 140· λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινὰ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 45· κ. βοηθείας καὶ φιλίας Δημ. 118. 14. ΙΙ. σαρκικὴ συνουσία, Εὐρ. Βάκχ. 1277· ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσιν Πλάτ. Πολ. 466C· γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 3. ΙΙΙ. κοινὸν δῶρον, ἐλεημοσύνη, συνεισφορά, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 26, π. Ἑβρ. ιγ΄, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
échange de relations, communication, commerce.
Étymologie: κοινωνός.

English (Strong)

from κοινωνός; partnership, i.e. (literally) participation, or (social) intercourse, or (pecuniary) benefaction: (to) communicate(-ation), communion, (contri-)distribution, fellowship.

English (Thayer)

κοινωνίας, ἡ (κοινωνός), fellowship, association, community, communion, joint participation, contact; in the N. T. as in classical Greek
1. the share which one has in anything, participation; with the genitive of the thing in which he shares: πνεύματος, τοῦ ἁγίου πνεύματος, τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, τῆς πίστεως, Lightfoot); τοῦ ἱματος τοῦ Χριστοῦ, i. e. in the benefits of Christ's death, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ in the (mystical) body of Christ or the church, ibid.; τῆς διακονίας, τοῦ μυστηρίου, εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, to obtain fellowship in the dignity and blessings of the Son of God, contact, fellowship, intimacy: δεξιά κοινωνίας, the right hand as the sign and pledge of fellowship (in fulfilling the apostolic office), Lightfoot); τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; what in common has light with darkness? τίς οὖν κοινωνία πρός Ἀπολλωνα τῷ μηδέν οἰκεῖον ἐπιτετηδευκοτι, Philo, leg. ad Gaium § 14at the end; εἰ δέ τίς ἐστι κοινωνία πρός Θεούς ἡμῖν, Stobaeus, serm. 28 (i. p. 87, Gaisf. edition)); used of the intimate bond of fellowship which unites Christians: absolutely, εἰς τό εὐαγγέλιον added, κοινωνίαν ἔχειν μεθ' ἡμῶν, μετ' ἀλλήλων, μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, κοινωνία in the N. T. denotes:
3. a benefaction jointly contributed, a collection, a contribution, as exhibiting an embodiment and proof of fellowship (cf. Grimm, Exeget. Hdbch. on Wisd. 8:18, p. 176): εἰς τινα, for the benefit of one, ποιεῖσθαι κοινωνία (to make a contribution) εἰς τινα, εὐποιΐα, Buttmann, § 132,8.)

Greek Monolingual

η (AM κοινωνία, Α και δωρ. τ. κοινανία) κοινωνός
1. συμμετοχή, μέθεξη
2. επικοινωνία, επιμιξία («γάμου κοινωνία» — γάμος, σύζευξη)
3. σύνολο ανθρώπων που συμβιούν σε έναν τόπο ή σε μια εποχή και αποτελούν ένα οργανικό σύνολο (α. «η ελληνική κοινωνία» β. «η κοινωνία του μεσαίωνα» γ. «η κοινωνία του Ναυπλίου»)
4. σύνολο ζώων του ίδιου είδους που συμβιούν ομαδικά («η κοινωνία τών μελισσών»)
νεοελλ.
1. (νομ.) η πραγματική και νομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται δύο ή περισσότερα πρόσωπα και μοιράζονται με ιδεατό τρόπο ένα δικαίωμα
2. φρ. α) «καλή κοινωνία» ή «υψηλή κοινωνία» — οι λεγόμενες ανώτερες κοινωνικές τάξεις
β) «Κοινωνία τών Εθνών» — ο πρώτος με οικουμενικό χαρακτήρα διεθνής οργανισμός, που είχε συσταθεί με τη Συνθήκη τών Βερσαλιών (1919), είχε έδρα του τη Γενεύη και αποσκοπούσε στη διατήρηση της ειρήνης με την ειρηνική επίλυση τών διακρατικών διαφορών, με την εξασφάλιση από κάθε επιθετική ενέργεια και με την ανάπτυξη τών διεθνών σχέσεων
νεοελλ.-μσν.
φρ. «αγία κοινωνία» ή «θεία κοινωνία» — θεία μετάληψη
μσν.
ομάδα, σύνολο προσώπων
αρχ.
1. σαρκική επαφή, συνουσία
2. κοινό δώρο, συνεισφορά ή ελεημοσύνη («κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι εἰς τοὺς πτωχούς», ΚΔ).

Greek Monotonic

κοινωνία: ἡ (κοινωνέω
I. 1. κοινωνία, κοινότητα, ένωση, συμμετοχή, συναναστροφή, συνομιλία, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.
2. με γεν. αντικ., επικονωνία με, κοινωνία με, σε Ευρ. κ.λπ.· τίςθαλάσσης βουκόλοις κ., ποια σχέση έχουν οι βοσκοί με τη θάλασσα; στον ίδ.
II. κοινό δώρο, ελεημοσύνη, συνεισφορά, σε Καινή Διαθήκη