ὑπεράνθρωπος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A superhuman, D.H.11.35, Luc.Cat.16.
German (Pape)
[Seite 1190] übermenschlich; D. Hal. 11, 35; ἀνήρ, Luc. Cat. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράνθρωπος: -ον, ὁ ὑπέρ ἄνθρωπον, πλέον ἢ ἄνθρωπος, Διον. Ἁλ. 11. 35, Λουκ. Κατάπλ. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
supérieur à l’humanité.
Étymologie: ὑπέρ, ἄνθρωπος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπεράνθρωπος, -ον, ΝΜΑ ἄνθρωπος
αυτός που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, που είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες (α. «υπεράνθρωπες προσπάθειες» β. «ὑπεράνθρωπον σοφίαν», Ωριγ.
γ. «ὑπεράνθρωπός τις ἀνὴρ καὶ τρισόλβιος», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υπεράνθρωπος
(στη φιλοσ. του Νίτσε) τύπος ιδανικού ανθρώπου, ανώτερου από τους συνήθεις ως προς τη δύναμη της σκέψης και την κυριαρχία της θέλησης, προς τον οποίο πρέπει να τείνει η ανθρωπότητα.
επίρρ...
υπερανθρώπως / ὑπερανθρώπως ΝΜ, και υπεράνθρωπα Ν
πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.
Greek Monotonic
ὑπεράνθρωπος: -ον, υπεράνθρωπος, σε Λουκ.