ὀπωροφορέω
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
A bear fruit, AP 6.252 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 365] Obst tragen, Antiphil. 8 (VI, 252).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροφορέω: καρποφορῶ, φέρω καρπόν, Ἀνθ. Π. 6, 252.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des fruits, produire.
Étymologie: ὀπωροφόρος.
Greek Monotonic
ὀπωροφορέω: καρποφορώ, σε Ανθ.