ἐκκρήμναμαι
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
or ἔκκρεμ-κριμν-,
A = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76 : c. gen., E.HF520 ; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id.Ion1612 :—later in Act. part. ἐκκρημνάς or -κριμνάς hanging up, Iamb.VP33.238.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρήμναμαι: ἐκκρέμαμαι, μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρημνάμεσθα καὶ προσεννέπω πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων ἡδέως ἀντέχομαι καὶ ἀποχαιρετίζω τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - ὡσαύτως ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 238.
Greek Monolingual
ἐκκρήμναμαι (Α)
κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.
Greek Monotonic
ἐκκρήμναμαι: = ἐκκρέμαμαι, με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το χερούλι της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.