σεμνόμαντις
English (LSJ)
εως, ὁ,
A grave and reverend seer, S.OT556.
German (Pape)
[Seite 871] ὁ, ehrwürdiger Seher, ἀνήρ Soph. O. R. 556, vom Tiresias.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνόμαντις: -εως, ὁ, σεμνὸς καὶ σεβάσμιος μάντις, Σοφ. Ο. Τ. 556. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
devin auguste.
Étymologie: σεμνός, μάντις.
Greek Monolingual
-άντεως, ὁ, Α
σεβάσμιος μάντης («ὡς χρείη μ' ἐπὶ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μάντις.
Greek Monotonic
σεμνόμαντις: -εως, ὁ, σοβαρός, ιεροπρεπής και σεβάσμιος μάντης, σε Σοφ.