σεμνόμαντις

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ὁ,

   A grave and reverend seer, S.OT556.

German (Pape)

[Seite 871] ὁ, ehrwürdiger Seher, ἀνήρ Soph. O. R. 556, vom Tiresias.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνόμαντις: -εως, ὁ, σεμνὸς καὶ σεβάσμιος μάντις, Σοφ. Ο. Τ. 556. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
devin auguste.
Étymologie: σεμνός, μάντις.

Greek Monolingual

-άντεως, ὁ, Α
σεβάσμιος μάντης («ὡς χρείη μ' ἐπὶ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μάντις.

Greek Monotonic

σεμνόμαντις: -εως, ὁ, σοβαρός, ιεροπρεπής και σεβάσμιος μάντης, σε Σοφ.