ἄνους

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνους Medium diacritics: ἄνους Low diacritics: άνους Capitals: ΑΝΟΥΣ
Transliteration A: ánous Transliteration B: anous Transliteration C: anous Beta Code: a)/nous

English (LSJ)

ουν, contr. for ἄνοος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. ἄνοος.

Spanish (DGE)

v. ἄνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.

Greek Monotonic

ἄνους: -ουν, συνηρ. αντί ἄνοος.