ἀντιπαρέρχομαι

From LSJ
Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέρχομαι Medium diacritics: ἀντιπαρέρχομαι Low diacritics: αντιπαρέρχομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antiparérchomai Transliteration B: antiparerchomai Transliteration C: antiparerchomai Beta Code: a)ntipare/rxomai

English (LSJ)

   A pass by on the opposite side, Ev.Luc.10.31: c. acc. loci, AP12.8 (Strat.).    II come up ana help, as against an enemy, LXX.Wi.16.10.    III enter in place of, Diog.Oen.29.    IV penetrate, Chrysipp.Stoic.2.248.

German (Pape)

[Seite 257] vorbeigehen, Strat. 7 (XII, 8).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέρχομαι: ἀποθ., παρέρχομαι χωρὶς νὰ πλησιάσω, χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν (ὁ ἱερεὺς τὸν ἡμιθανῆ ἄνθρωπον) ἀντιπαρῆλθεν, παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31· μετὰ αἰτ. τόπου, Ἀνθ. Π. 12. 8. ΙΙ. προσέρχομαι εἰς ἀντίληψιν, «τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», Ἑβδ. Σοφ. Σολ. ιϛ΄, 10.

French (Bailly abrégé)

1 venir à la rencontre l’un de l’autre par deux routes différentes;
2 venir au secours NT.
Étymologie: ἀντί, παρέρχομαι.

Spanish (DGE)

I intr.
1 pasar de largo de pers. Eu.Luc.10.31, 32.
2 ir en ayuda c. gen. τὸ ἔλεος γάρ σου ἀ. LXX Sap.16.10.
II fig. tr. entrar en lugar de c. ac. τὰ ἥδοντα αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ἀντιπαρέρχεται Diog.Oen.28.6.13
penetrar a su vez c. ac. ἡμᾶς ἐπὶ τοῦ ἐγκεφάλου Chrysipp.Stoic.2.248.

English (Strong)

from ἀντί and παρέρχομαι; to go along opposite: pass by on the other side.

English (Thayer)

2nd aorist ἀντιπαρηλθον; to pass by opposite to (A. V. to pass by on the other side]: Isaiah , 'he passed by on the side opposite to the wounded Prayer of Manasseh , showing no compassion for him'). (Anthol. Pal. 12,8; to come to one's assistance against a thing, Sap. xvi. 10. Found besides in ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

(AM ἀντιπαρέρχομαι)
νεοελλ.
1. αποφεύγω να κάνω μνείααντιπαρέρχομαι τις ύβρεις»)
2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι
3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» — ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο
αρχ.
1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω, τον προσπερνώ αφήνοντας τον αβοήθητο
2. έρχομαι να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).

Greek Monotonic

ἀντιπαρέρχομαι: αόρ. βʹ -παρῆλθον, αποθ., περνώ στην αντίθετη πλευρά, σε Καινή Διαθήκη