καμινευτής

From LSJ
Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτής Medium diacritics: καμινευτής Low diacritics: καμινευτής Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kamineutḗs Transliteration B: kamineutēs Transliteration C: kamineftis Beta Code: kamineuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = καμινεύς, PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.    II title of priests at Ostia, IG14.914.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ = καμινεύς, Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
forgeron, chaudronnier.
Étymologie: καμινεύω.

Greek Monolingual

ο θηλ. καμινεύτριακαμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης
αρχ.
επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια της Ιταλίας.

Greek Monotonic

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ, = καμινεύς, σε Λουκ.