πυροπώλης

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡροπώλης Medium diacritics: πυροπώλης Low diacritics: πυροπώλης Capitals: ΠΥΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pyropṓlēs Transliteration B: pyropōlēs Transliteration C: pyropolis Beta Code: puropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, Weizenverkäufer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῡροπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de blé.
Étymologie: πυρός, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. προβατο-πώλης.

Greek Monotonic

πῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής σιταριού, σιτέμπορος.