ἐκπεπταμένως
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Adv., (ἐκπετάννυμι)
A extravagantly, X.Cyr.8.7.7.
German (Pape)
[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec expansion, à cœur ouvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκπετάννυμι.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι claramente, abiertamente εὐφραίνεσθαι ἐ. X.Cyr.8.7.7.
Greek Monotonic
ἐκπεπταμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.