οἰσύϊνος

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύϊνος Medium diacritics: οἰσύϊνος Low diacritics: οισύϊνος Capitals: ΟΙΣΥΪΝΟΣ
Transliteration A: oisýïnos Transliteration B: oisuinos Transliteration C: oisyinos Beta Code: oi)su/i+nos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256 ; ἀσπίδες Th.4.9 ; ὅπλα X.HG2.4.25 ; ῥάβδος AP6.246 ; κύρτος Opp.H.3.372.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’osier.
Étymologie: οἰσύα.

Greek Monolingual

οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].

Greek Monotonic

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.