πλανήτης
English (LSJ)
ου, Dor. πλανάτας, ὁ,
A = πλάνης 1.1, S.OC3,124 (lyr.), E.Ba.148 (lyr.), etc.; τοὺς π. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Pl.R.371d; πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, of hares, X.Cyn.5.17. II as Adj., π. ἄθλιος βίος E.Heracl.878, cf. Porph.Marc.22. 2 Medic., = πλάνης 1.3, Gal.11.18.
German (Pape)
[Seite 624] ὁ, irrend, berumschweifend; Soph. O. C. 3. 123; Eur. Hel. 1692; βίος, Heracl. 878; τοὺς πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους καλοῦμεν, Plat. Rep. II, 371 d.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνήτης: -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, = πλάνης, Σοφ. Ο. Κ. 3. 124, κτλ.· τοὺς πλ. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Πλάτ. Πολ. 371D· πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, ἐπὶ λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5, 17. 2) πλανήτης ἀστήρ, ἴδε ἐν λ. πλάνης Ι. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., χοροῦ πλ. Εὐρ. Βάκχ. 148· πλ. ἄθλιος βίος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 878. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
errant, vagabond.
Étymologie: πλανάω.
English (Strong)
from πλάνος; a rover ("planet"), i.e. (figuratively) an erratic teacher: wandering.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, δωρ. τ. πλανάτας Α
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) ο περιπλανώμενος
2. (κυρίως στον πληθ.) οι πλανήτες
αστρον. ετερόφωτα ουράνια σώματα του ηλιακού συστήματος τα οποία διαγράφουν τροχιά γύρω από τον Ήλιο
νεοελλ.
φρ. α) «μικρός πλανήτης»
αστρον. κάθε πλανήτης από το σύνολο τών αστεροειδών
β) «κατώτερος πλανήτης»
αστρον. πλανήτης ο οποίος εκτελεί την τροχιά του στο εσωτερικό της τροχιάς της Γης και συνεπώς βρίσκεται πιο κοντά στον Ήλιο από ό,τι η Γη
γ) «δευτερεύων πλανήτης»
αστρον. δορυφόρος, σώμα το οποίο περιφέρεται γύρω από άλλον πλανήτη
δ) «ανώτερος πλανήτης»
αστρον. πλανήτης του οποίου η τροχιά βρίσκεται έξω από τη γήινη και συνεπώς βρίσκεται πιο μακριά από τον Ήλιο από ό,τι η Γη
ε) «πλανήτης Χ»
αστρον. υποθετικός πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, δέκατος κατά σειρά απόστασης από τον Ήλιο, η άποψη για την ύπαρξη του οποίου είχε υποστηριχθεί με βάση ορισμένους υπολογισμούς τών επιδράσεών του στις τροχιές του κομήτη του Χάλεϋ και τών πλανητών Ποσειδώνα και Πλούτωνα, υπολογισμούς που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ευσταθούσαν
αρχ.
φρ. «πυρετοί πλανῆται» — πυρετοί που εμφανίζονται σε άτακτους, δηλ. ακανόνιστους παροξυσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνης, -ητος + κατάλ. -ης].
Greek Monotonic
πλᾰνήτης: -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ,
I. = πλάνης, σε Σοφ., Πλάτ.
II. ως επίθ., περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Ευρ.