προσκοτόω

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

German (Pape)

[Seite 770] vorher verdunkeln, verfinstern, Pol. 1, 48, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obscurcir auparavant.
Étymologie: πρό, σκοτόω.

Greek Monotonic

προσκοτόω: μέλ. -ώσω, σκοτεινιάζω από πριν ή καλύπτω ολόγυρα με σύννεφα, σε Πολύβ.