καματώδης

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

German (Pape)

[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.

English (Slater)

καματώδης
   1 fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.

Greek Monolingual

(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].———————— (II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].

Greek Monotonic

κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.