ἀπολιχμάομαι

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολιχμάομαι Medium diacritics: ἀπολιχμάομαι Low diacritics: απολιχμάομαι Capitals: ΑΠΟΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: apolichmáomai Transliteration B: apolichmaomai Transliteration C: apolichmaomai Beta Code: a)polixma/omai

English (LSJ)

   A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79.    II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.

German (Pape)

[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.

Spanish (DGE)

chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.

Greek Monolingual

ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.

Greek Monotonic

ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.