ἀπονία

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονία Medium diacritics: ἀπονία Low diacritics: απονία Capitals: ΑΠΟΝΙΑ
Transliteration A: aponía Transliteration B: aponia Transliteration C: aponia Beta Code: a)poni/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄπονος)

   A non-exertion, laziness, X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh. 1370a14(pl.); exemption from toil, of women, Id.GA775a37, cf. Plu. Rom.6.    II freedom from pain, Epicur.Fr.2, Chrysipp.Stoic.3.33, Dsc.Eup.1.67, Aret.SA2.1, etc.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ βλακεία Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονία: ἡ, (ἄπονος) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, ὀκνηρία, Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ ἑδραῖος βίος, δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ , ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. περί Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. ἀναλγησία, Χρύσιππ. παρά Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de ne pas supporter la fatigue, manque d’énergie, mollesse;
2 absence de souffrance, de douleur.
Étymologie: ἄπονος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Flat.1, Hum.2, Aret.SA 2.1.3, 2.18
1 pereza X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh.1370a14, D.Chr.43.12.
2 inacción, ausencia de esfuerzo Arist.GA 775a37, Plu.Rom.6
ausencia de sufrimiento Epicur.Fr.[7] 2, Chrysipp.Stoic.3.33, Hp.ll.cc., Dsc.Eup.1.67, Aret.SA ll.cc.
3 sufrimiento κακὸν μὲν ἀναισθησία σώματι φάρμακον ἀπονίας (var. ἀπονοίας) Plu.2.465c.

Greek Monolingual

η (Α ἀπονία) άπονος
έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά
αρχ.
1. αποφυγή κόπων, οκνηρία
2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους
3. καθιστική ζωή των γυναικών
4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία.

Greek Monotonic

ἀπονία: ἡ (ἄπονος), αποφυγή μόχθου, οκνηρία, ραθυμία, τεμπελιά, σε Ξεν.· απαλλαγή από τους κόπους, σε Πλούτ.