ἡρωϊκός

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

German (Pape)

[Seite 1176] heroisch, einem Heros eigen, ihn betreffend; φῦλον Plat. Crat. 398 e; εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, unter die Zahl der Heroen versetzt, Dem. 60, 9, im Ggstz gegen die geschichtliche Zeit; ἀρετή Arist. Eth. 7, 1; Sp. – Bes. μέτρον, heroisches Versmaß, Hexameter, Arist. poet. 24; στίχες Plat. Legg. XII, 958 e. – Adv., ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι, wie ein Held sterben, D. Sic. 2, 45.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
héroïque, de héros.
Étymologie: ἥρως.

Greek Monotonic

ἡρωϊκός: -ή, -όν (ἥρως),
I. αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο σχετικός με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
II. στη μετρική, ἡρωϊκὸς στίχος, ο ηρωικός στίχος, δακτυλικός εξάμετρος, στον ίδ.