ἠρεμίζω
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
A bring to rest, stop, ἵππον X.Eq.7.18; ὁρμήν Arist.EE1224b8:—Pass., Id.APo.87b9, Ph.238b25, al.; καθίσταται καὶ -ίζεται is calmed and brought to rest, ib.248a2. II intr.,= ἠρεμέω, X.Lac.1.3.
German (Pape)
[Seite 1175] 1) beruhigen, still stehen lassen, ἵππον Xen. de re equ. 7, 18; pass. ruhen, Arist. Analyt. post. 1, 23; Themist. – 2) still, ruhig sein, dem ἑδραῖος εἶναι entsprechend, Xen. Lac. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρεμίζω: ποιῶ τινα ἤρεμον, ἥσυχον. - Παθ., εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 29, 1. 2) ποιῶ τινα ἥσυχον, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 7, 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 8, 9. - Παθ., εἶμαι ἥσυχος καὶ γαλήνιος, ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμετάβ. = ἠρεμέω, Ξεν. Λακ. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
1 tr. calmer, faire reposer, acc.;
2 intr. se tenir en repos.
Étymologie: ἠρεμής.
Greek Monolingual
(Α ἠρεμίζω) ηρέμα·1. φέρω κάτι σε ηρεμία, καθησυχάζω κάτι
2. ηρεμώ, είμαι ήρεμος, ησυχάζω
αρχ.
παθ. ἠρεμίζομαι
είμαι ήσυχος («καθίσταται καί ἠρεμίζεται», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἠρεμίζω:I. καθιστώ κάποιον ήρεμο ή ήσυχο, καταπραΰνω, κατευνάζω, σε Ξεν.
II. αμτβ., = ἠρεμέω, στον ίδ.